σμύρνινος

σμύρνινος
-η, -ο / σμύρνινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
1. ο παρασκευασμένος από σμύρνα
2. ο αρωματισμένος με σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμυρνίνῳ — σμύρνινος of myrrh masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζμύρινος — η, ο (Α ζμύρνινος, ίνη, ον) σμύρνινος* …   Dictionary of Greek

  • μυρίνινος — μυρίνινος, η, ον (Α) (εσφ. γρφ.) σμύρνινος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”