Dictionary of Greek. 2013.
σμυρνίνῳ — σμύρνινος of myrrh masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζμύρινος — η, ο (Α ζμύρνινος, ίνη, ον) σμύρνινος* … Dictionary of Greek
μυρίνινος — μυρίνινος, η, ον (Α) (εσφ. γρφ.) σμύρνινος* … Dictionary of Greek